ακτινογραφικός

ακτινογραφικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με την ακτινογραφία: Τα ακτινογραφικά μηχανήματα πρέπει να λειτουργούν άψογα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακτινογραφικός — ή, ό [ακτινογραφία] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε ακτινογραφία …   Dictionary of Greek

  • ακτινογραφία — Ακτινοδιαγνωστικό μέσο, όπου απεικονίζονται σε φωτογραφικό φιλμ τα διάφορα όργανα του σώματος. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * ή (Α ἀκτινογραφία) νεοελλ. 1. αποτύπωση φωτογραφικών εικόνων με τη βοήθεια τών ακτίνων Χ (Ραίντγκεν), ακτινογράφηση 2. η… …   Dictionary of Greek

  • ραδιογραφικός — ή, ό, Ν [ραδιογραφία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιογραφία, ακτινογραφικός 2. ραδιοτηλεγραφικός …   Dictionary of Greek

  • σκιοσκόπιο — το, Ν είδος φωτεινού προβολέα για τη μελέτη ακτινογραφικών πλακών, αλλ. ακτινογραφικός προβολέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. skiascope (< σκιά + σκόπιο*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”